μείωμα

μείωμα
το см. μείωση

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μείωμα" в других словарях:

  • μείωμα — μείωμα, τὸ (Α) [μειώ] 1. μείωση, ελάττωση, σμίκρυνση, περικοπή 2. πρόστιμο, χρηματική ποινή («τῆς φυλακῆς τῶν γαυλικῶν χρημάτων τὸ μείωμα εἴκοσιν μνᾱς [ὦφλε]», Ξεν.) …   Dictionary of Greek

  • μείωμα — curtailment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»